-
1 γόνα
(γεν. γονάτου, πΛ. γόνατα) τό колено;ως τα γόνατα — по колено;
μου κόπηκαν ( — или λύθηκαν) τα γόνατα — у меня ноги подкосились (от усталости, страха);
§ ένα γόνα — по колено, очень много;
έπεσε ένα γόνα χιόνι — снегу выпало по колено;
τό χιόνι πήγε ( — или έφτασε) ένα γόνα — снегу было по колено;
τό νερό ανέβηκε ως ένα γόνα — вода поднялась больше чем на полметра;
τό πανταλόνι έκανέ γόνατα — брюки вытянулись в коленях;
μου φιλάει τα γόνατα — он мена умоляет;
είναι γραμμένο στο γόνα — написано через пень колоду или левой ногой;
τό γλέντι (ο χορός) πήγε γόνα — мы здорово погуляли (потанцевали);
άν δεν κοπιάσουν γόνατα, καρδιά δε θεραπεύγεται — посл. ≈ — без труда не вытащишь и рыбку из пруда
См. также в других словарях:
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek